- προμαχώνα
- ateş hattı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
ερκούρος — ἑρκοῡρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ τού έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek
ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] … Dictionary of Greek
προμαχωνικός — ή, ό, Ν [προμαχώνας] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον προμαχώνα 2. αυτός που αποτελείται από προμαχώνες … Dictionary of Greek
προμαχώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σιντικής, του νομού Σερρών. Βρίσκεται B της πρώην επαρχίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (42 τ. χλμ.). Σημείο της συνοριακής διάβασης του Προμαχώνα (φωτ.… … Dictionary of Greek
προμετώπιος — α, ο / προμετώπιος, ον, ΝΜΑ [προμέτωπος] (σχετικά με ζώο) αυτός που βρίσκεται μπροστά στο μέτωπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προμετώπιο κατασκεύασμα τής παλαιότερης οχυρωτικής μπροστά από τον προμαχώνα για την ενίσχυσή του μσν. μτφ. αυτός που… … Dictionary of Greek
Αλκιδάμας — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του Μελανέα από τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αλεξίνομου. 2. Άλλος ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του Ακταίου. 3. Κυνικός φιλόσοφος. 4. Ρήτορας… … Dictionary of Greek